- φυτογραφία
- η, Νη περιγραφή τών διαφόρων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytography < φυτόν + -γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον 'Ανθ. Γαζή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτογραφία — η κλάδος της βοτανικής που ασχολείται με την περιγραφή των φυτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτογραφία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
φυτογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογραφία (βλ. λ.), που είναι της φυτογραφίας: Φυτογραφική μελέτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)